|
Πρώτον,
υπάρχει πλεόνασμα ρευστότητας. Οσο υψηλότερες οι
καταθέσεις, τόσο χαμηλότερο το κίνητρο των
τραπεζών να προσφέρουν υψηλές αποδόσεις. Αν
χρειάζονταν άμεσα περισσότερες καταθέσεις, θα
πρόσφεραν υψηλότερα επιτόκια. Δεν είναι αυτή η
περίπτωση. Και ένας από τους λόγους για το υψηλό
απόθεμα καταθέσεων είναι η μειωμένη εξοικείωση
των Ελλήνων με τις χρηματοοικονομικές
επενδύσεις· με τοποθετήσεις σε συντηρητικά πλην
αποδοτικότερα επενδυτικά προϊόντα θα πετύχαιναν
καλύτερες αποδόσεις στις αποταμιεύσεις τους.
Δεύτερον, ο
ανταγωνισμός στην Ελλάδα είναι περιορισμένος.
Υπάρχουν λίγες μεγάλες τράπεζες. Αν υπήρχαν
περισσότερες, θα είχαμε μεγαλύτερη διαφοροποίηση
στα επιτόκια. Εάν υπάρξει πραγματική ζήτηση για
περισσότερα χρηματοπιστωτικά οχήματα, θα
εμφανιστούν – για την ώρα, ας βολευτούμε με τον
πέμπτο πυλώνα και μερικές «fintech».
Τρίτον,
παρά τις θετικές επιδόσεις τους, οι τράπεζες δεν
έχουν κλείσει τις υποθέσεις τους. Ο υψηλός
αναβαλλόμενος φόρος, το αντίτιμο για τη βοήθεια
που τους παρείχε το κράτος στα χρόνια της
κρίσης, επισκιάζει τους ισολογισμούς τους.
Επειτα, ο καμένος φυσάει και το γιαούρτι· νωπές
οι μνήμες από το δυσθεώρητο απόθεμα των κόκκινων
δανείων.
Οι
ελληνικές τράπεζες αρχίζουν τώρα να μειώνουν τη
διαφορά του επιτοκίου, αλλά με πολύ αργούς
ρυθμούς· η μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ
μειώνει τα περιθώρια για την κερδοφορία τους και
εκείνες παρατείνουν τα οφέλη καθυστερώντας την
προσαρμογή τους. Η φαινομενική ισχύς τους, όμως,
είναι στην πραγματικότητα ένδειξη αδυναμίας
τους.
Οι τράπεζες
είναι αντανάκλαση της οικονομίας. Μεγάλος
αριθμός πολύ μικρών επιχειρήσεων που φυτοζωούν
σημαίνει μικρός αριθμός αξιόχρεων επιχειρήσεων –
άρα μετρημένες πηγές εσόδων. Απλώς, ας
ξεκαθαρίσουν κι εκείνες τη θέση τους. Το αφήγημα
του success story δεν ταιριάζει με αυτό το
spread στο επιτόκιο.
Βασίλης
Κωστούλας (Money Review)
|